πρατικός

πρατικός
πρᾱτ-ικός, ή, όν,
A of or for selling, only as Subst., -κή, , tax on sales, IG 5(1).18 B12 ([place name] Sparta): -κόν, τό, commission on sales, POxy.1454.6 (ii A. D.): pl., Sammelb.4425 v 13 (ii A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πρατικός — ή, όν, Α [πρατός] 1. αυτός που αναφέρεται στην πώληση 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ πρατική φόρος στις πωλήσεις 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρατικόν προμήθεια, ποσοστό στις πωλήσεις …   Dictionary of Greek

  • ξυλοπρατικός — ξυλοπρατικός, ή, όν (Μ) σχετικός με την πώληση ή τον πωλητή ξύλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + πρατικός (< πιπρά σκω «πουλώ»), πρβλ. μετα πρατικός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”